Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Από το πρώτο κυνήγι μπεκάτσας για φέτος
Αναζητήσεις στο δάσος
Τέλος Οκτωβρίου και το μυαλό μου γυρίζει σε μια εξόρμηση που έχασα την προηγούμενη χρονιά και η οποία έμελε να ήταν πετυχημένη γι’ αυτούς που επέλεξαν να κυνηγήσουν την μακρομύτα. Έτσι φέτος επέλεξα να <<προδώσω>> για ένα Σαββατοκύριακο την πολυαγαπημένη μου ρήγισσα των βουνών και να προσπαθήσω να έχω μια συνάντηση με την βασίλισσα του δάσους, εκεί στα λημέρια της στα πυκνά δάση από οξιές ή και στα πανέμορφα έλατα ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Έτσι με τον φίλο μου και συνκυνηγό Γιώργο ανηφορίσαμε προς το όμορφο εξοχικό του σ’ ένα μαγευτικό πραγματικά μέρος περιτριγυρισμένο από πανέμορφο δάσος και πηγές που χαρίζουν στον τόπο πλούσια βλάστηση.
Πρώτη στάση στο καφενείο του χωριού. Η ξυλόσομπα κρατά τον χώρο ζεστό και οι πρωινοί θαμώνες του μαγαζιού δεν είναι άλλοι από τους κυνηγούς. Στην εσχατιά αυτή του τόπου μας οι κυνηγοί είναι εκείνοι οι οποίοι δίνουν μια ζωντάνια αλλά και συνεισφέρουν οικονομικά στον τόπο αυτό. Ο ιδιοκτήτης του πάντα με το χαμόγελο στα χείλη εξυπηρετεί τους πελάτες του γνωστούς από παλιά ή και νέους που ανακάλυψαν το μέρος και θέλουν να το γνωρίσουν. Σήμερα η μέρα φαίνεται καλή με ελαφρύ βοριαδάκι και χαμηλή θερμοκρασία. Επιτέλους η βροχή των προηγούμενων ημερών έχει σταματήσει και η ελπίδα για μια καλή κυνηγετικά μέρα είναι αυτή που έχει φωλιάσει μέσα μας. Η συζήτηση για τα κυνήγια του παρελθόντος και τις σκηνές που έχουν δει τα μάτια των μεγαλύτερων σε ηλικία κυνηγών, κάνει τον ζεστό καφέ ακόμα πιο γευστικό και έτσι σαν μια παρέα από παλιά, το πρώτο φως της μέρας κάνει την εμφάνιση του. Τα χρώματα του δάσους φαίνονται από τα τζάμια του καφενείου και ένα συναίσθημα μοναδικό μας κυριεύει. Ώρα να αφήσουμε την θαλπωρή της ξυλόσομπας και να αρχίσουμε να ανηφορίζουμε προς τον κυνηγότοπο. Η διαδρομή πολλή όμορφη και σύντομη. Μπροστά μας απλώνεται πλέον το δάσος με τις οξιές. Πυκνό δάσος με το κόκκινο χαρακτηριστικό χρώμα των φύλλων της οξιάς να χαρακτηρίζει την εποχή αυτή. Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και μια γερακότσιχλα μας χαιρετά πετώντας από πάνω μας. Όσο ετοιμαζόμαστε άλλες γερακότσιχλες περνούν κοντά μας και άλλες πιο μακριά μας <<παίζοντας>> μαζί μας. Φαίνεται ότι έχει πέρασμα. Κοιταζόμαστε με τον Γιώργο και λέμε γιατί όχι; Στο υπόλοιπο μισάωρο κάποιες γερακότσιχλες έρχονται στα χέρια μας χαρίζοντας σε μας ωραίες τουφεκιές αλλά σπάζοντας τα νεύρα στον κυνηγετικό μας σύντροφο τον Ζίκο ο οποίος αναρωτιέται μέσα από το αυτοκίνητο για τον λόγο που δεν μετέχει και αυτός σε αυτό το πανηγύρι. Το πέρασμα συνεχίζεται αλλά εμείς είμαστε εδώ για άλλο λόγο και ο καιρός συννεφιασμένος πια δεν μας προσφέρει την σιγουριά για μια μακράς διάρκειας κυνηγετική μέρα. Έτσι αποφασίζουμε να αρχίσουμε το κυνήγι του θηράματος για το οποίο ήρθαμε και έτσι ο πιστός μου κυνηγετικός σύντροφος λύνεται και εκείνος ξεχύνεται στο υγρό και δροσερό μπεκατσοτόπι. Μεγάλη αλλαγή σε σχέση με τις κλιματολογικές συνθήκες αλλά και τις εδαφικές δυσκολίες που επικρατούν στο κυνήγι της ρήγισσας των βουνών και αυτό φαίνεται αμέσως από την κίνηση του σέττερ μου. Εικόνες μαγικές αρχίζουν να ξεδιπλώνονται μπροστά μας. Τα σέττερ δείχνουν ιδανικά για τοπία σαν και αυτό που κυνηγούμε. Άλλωστε πολλοί ζωγράφοι έχουν σαν θέμα κάποιο σέττερ που φερμάρει ή που καλπάζει σε ατελείωτα δάση. Η κίνηση αυτών των πλασμάτων και η μοναδική τους ομορφιά σε συνεπαίρνει. Οι κάτοχοι αυτών των σκύλων καταλαβαίνουν τι λέω αλλά και οι κυνηγοί τους οποίους συντροφεύει στα κυνήγια τους κάποια άλλη φυλή αναγνωρίζουν την απαράμιλλη ομορφιά αυτού του ζώου.
Οι εικόνες μας έχουν ήδη συνεπάρει αλλά το <<ταξίδι>> στο όνειρο διακόπτεται από το <<ανέβασμα>> σε μυρωδιά και την φέρμα να έρχεται ως αποτέλεσμα. <<Γιώργο, φερμάρει. Εσύ από πάνω>>, λέω. Γρήγορες κινήσεις για να βρεθούμε κοντά στον σκύλο αλλά πριν προλάβουμε να πάρουμε θέση μια σκιά που βλέπει ο Γιώργος αλλά και ένα ήχος που νομίζω ότι ακούστηκε και μοιάζει με πέταγμα μας αφήνει με με μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά γιατί οι βασίλισσες υπάρχουν και πικρή διότι μας κέρδισε στην πρώτη επαφή. Ας είναι. Άλλωστε αυτή είναι η ομορφιά του συγκεκριμένου θηράματος. Η δυσκολία στην κάρπωση του και οι πονηριές της οι οποίες είναι αμέτρητες, όσες και οι ιστορίες που την περιβάλλουν. Ο Ζίκο αρχίζει να ψάχνει με πιο πολύ πάθος. Αλήθεια τι πάθος κρύβεται σε αυτό το ζωντανό, τέτοιο που σε κάνει να πιστεύεις ακράδαντα ότι ζει και αναπνέει γι’ αυτές τις στιγμές. Τοπία μαγευτικά εναλλάσσονται με τις οξιές να δίνουν την θέση τους σε κάποιες βελανιδιές και μικρά ρέματα με τρεχούμενο καθαρό νερό να ποτίζουν το δάσος. Ένα μικρό ξέφωτο είναι μπροστά μας και αποφασίζουμε να το περάσουμε από εκεί καθώς φαίνεται ύποπτο μέρος για τυχόν νεόφερτα πουλιά. Πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε την σκέψη μας με τον Γιώργο, το σέττερ μας είναι πάλι σε φέρμα την οποία σπάει ύστερα από λίγο δίνοντας μας να καταλάβουμε ότι μια ακόμα μπεκάτσα αποφάσισε να μην μας συναντήσει. Πιστεύω ότι θα την βρούμε παρακάτω και ήδη κατευθυνόμαστε πιο κάτω ή μάλλον για την ακρίβεια ακολουθούμε το ένστικτο του Ζίκου ο οποίος καλπάζει στο βάθος του δάσους εμφανώς παθιασμένος από τα τερτίπια των μπεκατσών. Εγώ με τον Γιώργο αναρωτιόμαστε για την συμπεριφορά των πουλιών σήμερα. Συζητήσεις που όλοι έχουν κάνει όταν μιλούν για το συγκεκριμένο θήραμα. Πρέπει να είναι νεόφερτα πουλιά τα οποία ήρθαν την νύχτα και μην γνωρίζοντας τον τόπο προτιμούν ακούγοντας και μόνο τον ήχο από το μπίπερ ή το κουδούνι του σκύλου να πετούν αθόρυβα μακριά πριν προλάβει να τις πλησιάσει. Είναι η δεύτερη φορά σήμερα που μας συμβαίνει το ίδιο και ελπίζω και εύχομαι να μην μας ξανατύχει.
Παρακάτω το μέρος αρχίζει να γίνεται έντονα κατηφορικό και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα φύλλα από τις οξιές δεν έχουν πέσει ακόμα, καθιστούν την κάρπωση σε τυχόν φέρμα και ξεσήκωμα της μπεκάτσας σε τέτοια μέρη απίστευτα δύσκολο. Η μπεκάτσα σαν να με άκουσε και ο σκύλος μας είναι σε φέρμα ξανά σε ένα τέτοιο δύσκολο σημείο. Ο Γιώργος παίρνει θέση δίπλα στον σκύλο και εγώ προσπαθώ να κάνω έναν κύκλο και να βγω μπροστά ώστε να έχω την πιθανότητα να την δω εάν προσπαθήσει να διαφύγει εμπρός. Η μπεκάτσα όμως είναι έμπειρη και έχει άλλα σχέδια. Απλά ο Γιώργος και εγώ ακούμε το πέταγμα της και δεν μας χαρίζει την εικόνα της, φεύγοντας ανάμεσα μας. Ο Ζίκο έχει τρελαθεί, εάν μπορούσε να μιλήσει θα ακούγαμε διάφορα αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Ο Γιώργος και εγώ αναστενάζουμε βαριά μην μπορώντας να χωνέψουμε τον τρόπο που διάλεξε να φύγει, ο οποίος βέβαια ήταν και ο πιο πετυχημένος. Μπράβο της, έξυπνο πουλί. Μια μικρή στάση για να ξεκουραστούμε λίγο εμείς αλλά και ο σκύλος μας, συζητώντας ταυτόχρονα <<Γιώργο κάτι μου λέει ότι θα την ξαναβρούμε>>. <<Ναι, αλλά που;>> είναι η απάντησή του. <<Ας συνεχίσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση και εάν είμαστε λίγο τυχεροί θα την συναντήσουμε>>. Ξανά λοιπόν ξεκινάμε με την ευχή να είμαστε ξανά τυχεροί απλά και μόνο για να την συναντήσουμε. Άλλωστε η συνάντηση είναι αυτό που μαγεύει όλους τους κυνηγούς με σκύλο φέρμας. Η συνάντηση η οποία έχει σαν αποτέλεσμα ο σκύλος μας να παίρνει τρομερές στάσεις σε φέρμα ανάλογα την φυλή στην οποία ανήκει και στα σέττερ απλά η φέρμα είναι μαγεία.
Η έρευνα του σκύλου μας έχει ανοίξει προσπαθώντας να βρει το αντικείμενο του πόθου του, την βασίλισσα του δάσους. Και να που μετά από λίγο στο βάθος ο σκύλος μας έκανε ακόμα μια φορά το θαύμα του. Είναι εκεί καρφωμένος σε αυτήν την μυρωδιά την γνώριμη από παλιά. Ο Γιώργος ήδη κατευθύνεται προς τον Ζίκο ενώ εγώ κάνω έναν μεγάλο κύκλο προσπαθώντας να βγω μπροστά. Ένα μικρό ξέφωτο ξεπροβάλλει μπροστά μου. Αποφασίζω να καθίσω εκεί, από το να χωθώ και εγώ μέσα στο δάσος. Κάτι μου λέει ότι μπορεί να επιχειρήσει ξανά να διαφύγει πλάγια προς ένα άνοιγμα. Παίρνω θέση στο ξέφωτο και προσπαθώ να διακρίνω τον Ζίκο που φερμάρει. Δεν τον βλέπω αλλά βλέπω τον Γιώργο να έχει πάρει θέση. Ο χρόνος λες και έχει σταματήσει. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία γύρω μας. Παρά μόνο η συνεργασία των τριών μας. <<Κώστα..>> ακούω να λέει. <<Πάνω σου…>>. Η μπεκάτσα βγαίνει ακριβώς μπροστά μου. Στην άκρη από το ξέφωτο με κατεύθυνση εμένα. Η πρώτη τουφεκιά είναι άστοχη. Εκείνη στρίβει και μου δίνει την ευκαιρία για μια και μόνο γρήγορη βολή πριν χαθεί πίσω από τα δέντρα. Ευτυχώς η δεύτερη τουφεκιά είναι σωστή. Ο Ζίκο ψάχνει να την απορτάρει σαν τρελός. Το αξίζει άλλωστε. Την βρίσκει και αρχίζει να μου την φέρνει πανευτυχής και καμαρωτός. Η μπεκάτσα είναι μεγάλη. Έτσι εξηγούνται τα κόλπα της. Έμπειρο πουλί το οποίο μας παίδεψε,αλλά αυτό είναι και η ομορφιά του κυνηγιού της.
Όλοι κάνουμε σαν μικρά παιδιά. Η συνεργασία μας ήταν άψογη. Αυτό λέμε με τον Γιώργο. Τι συμβαίνει σ’ αυτό το κυνήγι. Δύο άνθρωποι και ένας σκύλος συνεργάζονται προκειμένου να πετύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σαν μια ομάδα που συνεννοείται με τα μάτια και μόνο. Έτσι μόνο μπορείς να έχεις αποτέλεσμα σ’ αυτόν τον τόπο. Ο Γιώργος μου λέει πως είδε την μπεκάτσα κάποια στιγμή στο έδαφος την ώρα που περπάτησε για να μεγαλώσει την απόσταση από τον σκύλο. Απίστευτη σκηνή και σπάνια που τον έκανε να νοιώσει ρίγος την ώρα εκείνη. Την ώρα που την κοίταξε εκείνη απογειώθηκε.
Καθόμαστε λίγο να ξεκουραστούμε εμείς αλλά πρώτα απ’ όλα ο σκύλος μας. Αν και αυτός είναι που μας αναγκάζει να σηκωθούμε άρον άρον και να συνεχίσουμε. Το πάθος του είναι αυτό που δεν του επιτρέπει να καθίσει για πολύ. Λες και ξέρει ότι κάπου τον περιμένει η επόμενη για να αναμετρηθούν.
Βαδίζουμε ξανά ακολουθώντας το ένστικτο του. Το έχω κάνει πολλές φορές και μου έχει βγει σε καλό. Έτσι πριν ακόμα προλάβω να σκεφτώ κάτι άλλο, επανέρχομαι στον κυνηγότοπο με μια φράση του Γιώργου. <<Φερμάρει>>. Μαγική λέξη η οποία κάνει την καρδιά να χτυπά δυνατά. <<Πάλι;>> λέω. Λες και με πείραζε ακούστηκε αλλά ξαφνιάστηκα από την απόσταση που καλύψαμε πριν συναντήσουμε την δεύτερη. Τρέχουμε πάλι. Ο Γιώργος πάλι προς τον σκύλο και εγώ πάλι να προσπαθώ να βγώ μπροστά. Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική. Ο Ζίκο φερμάρει βαθιά στο δάσος σε ένα έντονα κατηφορικό και πυκνό από βλάστηση μέρος. Η αλήθεια είναι ότι τα συναισθήματα μέσα μου δεν είναι τα ίδια. Κάτι μου λέει πως εδώ θα είναι πολύ δύσκολο να καρπωθούμε την βελουδομάτα. Συνεχίζω να κατεβαίνω την πλαγιά παραμερίζοντας διάφορα κλαδιά για να περάσω αφήνοντας πίσω μου τον Γιώργο με τον Ζίκο. Ακούω τον Γιώργο να ποντάρει τον σκύλο προς τα κάτω καθώς η μπεκάτσα έχει αρχίζει να περπατάει. Όσο εγώ προσπαθώ να βγω μπροστά τόσο η απόσταση μικραίνει καθώς η μπεκάτσα περπατάει συνέχεια και ο Γιώργο συνεχίζει ακάθεκτος να ακολουθεί με τον Ζίκο να ποντάρει. Έχω φτάσει σε ένα σημείο όπου κοιτώντας στα δεξιά μου το δάσος αραιώνει λίγο αλλά αριστερά είναι πυκνό. Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τις σκέψεις μου και ακούω το χαρακτηριστικό σήκωμα της μπεκάτσας. Αμέσως μετά μια σκιά στην άκρη του ματιού μου με κάνει να στρέψω το κεφάλι μου προς τα εκεί φέρνοντας ταυτόχρονα το όπλο σε θέση βολής. Η τουφεκιά είναι ενστικτώδης και το μόνο που προλαβαίνω να δω είναι την μπεκάτσα να χάνεται πίσω από τα δένδρα στα 25 με 30 περίπου μέτρα από μένα. <<Την πήρες;>> ρωτάει ο Γιώργος. <<Δεν είδα Γιώργο. Δεν νομίζω γιατί δεν την είδα να πέφτει αλλά η κάννη από το όπλο μου ήταν πάνω της. Ήταν καλή τουφεκιά αν και ξαφνική. Μπορεί να την έχουν πάρει σκάγια. Πάμε προς την κατεύθυνση που έφυγε>>. Λέω και καλώ τον σκύλο μου για να τον στείλω προς τα εκεί. Εκείνος έρχεται και πηγαίνει προς την κατεύθυνση που του λέω.
Μετά από 15 μέτρα περίπου πέφτει σε φέρμα. <<Πρέπει να έπεσε Γιώργο μάλλον και την φερμάρει >> λέω. Εκείνη την στιγμή γίνεται κάτι περίεργο. Ακούω κάτι μπροστά μας αρκετά σαν να κινείται στα πεσμένα από τις οξιές φύλλα. Αρχίζω να κινούμαι προς τα εμπρός αφήνοντας τον σκύλο που ποντάρει ακολουθούμενος από τον Γιώργο. Ξαφνικά στο βάθος βλέπω την βελουδομάτα να προσπαθεί να ξεφύγει τραυματισμένη με μια μικρή χαμηλή πτήση. Μια γρήγορη τουφεκιά την σταματάει. Και στην συνέχεια έρχεται να στα χέρια μας από τον Ζίκο. Η θεά τύχη μας χαμογέλασε σ’ αυτήν την περίπτωση και εμείς με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά καθόμαστε και χαζεύουμε τα πουλιά που έχουμε ήδη στα χέρια μας. Όμορφες στιγμές που μοιράζονται φίλοι τους οποίους ενώνει η αγάπη για το κυνήγι και όχι μόνο.
Δυστυχώς η ώρα της επιστροφής έφτασε και εμείς ξεκινάμε το ταξίδι της επιστροφής στην μεγαλούπολη στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, με ένα χαμόγελο στα χείλη από τις στιγμές που ζήσαμε. Μια ηρεμία γλυκιά είναι το συναίσθημα που μας κυριεύει θυμούμενοι την κυνηγετική μας μέρα. Στα διόδια πριν την Αθήνα, τσακώνονται ανταλλάσοντας ύβρεις, δύο συμπολίτες μας διότι ο ένας θεωρεί πως ο άλλος του πήρε την σειρά προς το ταμείο. Κουνάμε το κεφάλι και ευχόμαστε πότε θα ξαναφύγουμε πάλι.