Τρίτη 12 Αυγούστου 2008
Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Ένα άρθρο μου από κυνήγι τσίχλας .....
Η αρρώστια
4.30 η ώρα. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνω αμέσως, δεν θέλω να ξυπνήσω βλέπεις την γυναίκα μου. Άλλωστε τι φταίει και αυτή εάν εγώ έχω την <<αρρώστια>> του κυνηγιού. Σηκώνομαι βιαστικά, έτσι και αλλιώς ποιος κοιμόταν; Περίμενα όλο το βράδυ να περάσει η ώρα να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για το κυνήγι. Κλείνω πίσω μου την πόρτα από την κρεβατοκάμαρα και πηγαίνω στο μπάνιο. Πλένομαι γρήγορα και μετά πηγαίνω στο δεύτερο δωμάτιο όπου έχω βάλει τα ρούχα του κυνηγιού. Τα έχω φτιάξει από το βράδυ όλα είναι στην σειρά. Ντύνομαι και φεύγω από το σπίτι όσο πιο αθόρυβα γίνεται αφού έχω χαιρετήσει την γυναίκα μου μ' ένα φιλί ενώ αυτή κοιμάται. Εκείνη την ώρα σκέφτομαι τι παράξενη που είναι η ζωή. Εκείνη να κοιμάται όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι αυτήν την ώρα και εγώ να έχω σηκωθεί και να φεύγω από το σπίτι μες την τρελή χαρά. Τελικά είναι <<αρρώστια>> το κυνήγι. Ούτε χόμπι, ούτε τίποτα άλλο, παρά μια <<αρρώστια>> από την οποία δεν θέλουμε να γλιτώσουμε, αλλά θέλουμε και να την κολλήσουμε σε παιδιά, ακόμα και σε εγγόνια.
Φορτώνω τα πράγματα στο αυτοκίνητο και βάζω την μηχανή μπροστά. Δέκα λεπτά θέλω για το σημείο συνάντησης με τους άλλους. Τον πατέρα μου και τον φίλο - συγκυνηγό τον Γιώργο. Φτάνω πάλι πρώτος. Ίσως επειδή μένω πιο κοντά στο σημείο που έχουμε δώσει ραντεβού. Ίσως πάλι, επειδή δεν βλέπω την ώρα που θα αρχίσει το κυνήγι. Σε λίγο όλοι είμαστε παρόντες. Φόρτωμα των πραγμάτων σ' ένα αυτοκίνητο και φεύγουμε.
Τα πειράγματα έχουν ήδη αρχίσει. <<Πήρες πολλά φυσίγγια ή θα ξεμείνουμε;>> Στην εθνική κυκλοφορούν αρκετά αυτοκίνητα. Σε κάθε ένα που μας προσπερνάει ή το προσπερνάμε κοιτάμε μέσα. Είναι κυνηγός ή όχι; Τα αστεία συνεχίζονται και αναρωτιόμαστε τι γυρεύουν αυτοί οι λίγοι που δεν είναι κυνηγοί τέτοια ώρα στους δρόμους. Τελικά είμαστε πολλοί οι <<άρρωστοι>>. Υπερβολικά πολλοί και όμως κάποιοι θέλουν να μας εμφανίζουν τόσο λίγους. Άσε μην συγχυσθώ πρωί, πρωί και χαλάσω την διάθεσή μου. Φτάνουμε στα πρώτα διόδια. Μήπως έχουμε κάνει λάθος και είναι Δεκαπενταύγουστος; Εδώ να δεις την <<έξοδο των Αθηναίων>>. 'Αντε να το πεις σε μη κυνηγό και να σε πιστέψει. Ψάξιμο για τα ευρώ μέσα στο σκοτάδι. Εκεί να δεις γέλιο. Πιο μικρά δεν μπορούσαν να τα κάνουν, Τελικά βρέθηκαν. Περνάμε τα διόδια και σταματάμε λίγο πιο κάτω σ' ένα βενζινάδικο για ανεφοδιασμό του αυτοκινήτου και δικό μας. Βενζίνη γι' αυτό, νερό, τσιγάρα (για τους καπνίζοντες) και καφέδες για εμάς. Το τι γίνεται στο βενζινάδικο δεν περιγράφεται. «Τα οικονομικά οφέλη των επιχειρήσεων ως απόρροια της κυνηγετικής δραστηριότητας» όπως θα έλεγαν και οι οικονομολόγοι, είναι πολλά. Η ταμειακή μηχανή δεν σταματάει να δουλεύει. Και σχεδόν όλοι οι πελάτες είναι κυνηγοί. Μου φαίνεται ότι ο πρατηριούχος θα ζητήσει να εκδίδει και άδειες κυνηγίου από του χρόνου.
Συνέχεια στο ταξίδι, με όνειρα για μια καλή κυνηγετική ημέρα, αλλά και με συζήτηση επηρεασμένοι από τον αριθμό των συναδέλφων που είδαμε και για το τι προσφέρουν στην κοινωνία γενικότερα. Βλέπεις είναι η ώρα της φιλοσοφίας, ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα κοιμάται. Περίεργα όντα οι κυνηγοί.
Μετά από αρκετά χιλιόμετρα φτάνουμε στο χωριό. Στο καφενείο θα δούμε εάν θα έχουμε κόσμο σήμερα στα καρτέρια. 6:00 η ώρα και είναι γεμάτο, από ποιους άραγε; Μα από τα περίεργα όντα τους κυνηγούς. Αναρωτιέμαι όταν δεν είναι κυνηγετική περίοδος αν θα είναι καν ανοιχτό τέτοια ώρα.
Αποφασίζουμε, πως θα πρέπει να πάμε στον κυνηγότοπο για να «πιάσουμε» τα καρτέρια. Θα είναι πολλοί οι κυνηγοί σήμερα και πρέπει να προλάβουμε τα «καλά» καρτέρια. Βγαίνουμε από το χωριό και μπαίνουμε στον κυνηγότοπο. Δεν αργούμε να φτάσουμε στο μέρος που αποφασίσαμε να κυνηγήσουμε. Η μηχανή του αυτοκινήτου σβήνει και αρχίζει η ΑΛΛΗ ΖΩΗ. Η ζωή στην φύση. Οι μυρωδιές της γης σου διαπερνούν τα ρουθούνια και νιώθεις υπέροχα. Παίρνεις βαθιά ανάσα. Εκπνέεις και έχουν φύγει τα τυχόν προβλήματα, οι σκοτούρες, χίλια δυο θέματα που μπορεί να σε αφορούν. Τώρα δεν έχουν θέση όλα αυτά εδώ. Εδώ, είσαι μόνο εσύ και η φύση.
Κλειδώνουμε το αυτοκίνητο και κανονίζουμε τα πόστα. Σε λίγο θα αρχίσει να ξημερώνει. Εύχεσαι να πάνε όλα καλά και τα αγαπημένα σου θηράματα (τσίχλες) να είναι εδώ. Ξαφνικά ακούς το κελάηδισμα της και νιώθεις σαν να ακούς άρια του Βέρντι. Μα είναι αυτή; Είναι αυτή που περιμένεις; Όχι, είναι αυτό το διαλομένο μηχάνημα. Πόσο άρρωστος ήταν αυτός που το ανακάλυψε. Πόσο άσχετος με το κυνήγι, την μαγεία που σου προσφέρει και την παλικαριά που το χαρακτηρίζει. Οργή και λύπη είναι τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Οργή γι' αυτόν τον τρόπο δολοφονίας και λύπη γι ' αυτόν τον άνθρωπο και για τον ξεπεσμό του. Άλλος ένας που δεν κατάλαβε ποτέ τι είναι κυνήγι και τι σημαίνει να είσαι κυνηγός. Πώς μπορούν να αλλάξουν τα συναισθήματά σου σε λίγα λεπτά και πόσο κακό μπορούν να κάνουν λίγοι ανεγκέφαλοι. Εύχεσαι να είναι και σήμερα εδώ τα παιδιά της θηροφυλακής. Αυτοί που εσύ έβαλες για να περιφρουρούν αυτό που αγαπάς, το ΚΥΝΗΓΙ. Κάποιος φωνάζει να κλείσουν το καταραμένο μηχάνημα. Ευτυχώς, τον άκουσε, το κλείνει και φεύγει. Τέλειωσε νωρίς το «κυνήγι» για τον δολοφόνο.
Αμέσως το ηθικό σου αναπτερώνεται νιώθεις και πάλι έτοιμος για μια υπέροχη μέρα. Μα να, κάποιος «συνάδελφος» που έρχεται και κάθεται 20 μέτρα μπροστά σου. ''Καλημέρα. Συγνώμη αλλά κάθομαι εδώ και ώρα σε αυτό το μέρος. Μήπως μπορείς να πας πιο δίπλα;'' Καμία απάντηση. Μήπως δεν σε άκουσε; Δεν νομίζω. Εδώ σε άκουσαν οι μισές τσίχλες που ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν την πρωινή τους διαδρομή. Τι να κάνεις επαναλαμβάνεις ακόμα μια φορά στον «συνάδελφο». Καμία απάντηση και πάλι. Οι άλλοι δύο από την παρέα του ζητούν να πάει λίγο πιο πέρα με ακόμα πιο ευγενικό τρόπο (υπάρχει. Τελικά πείθεται, πάνω που ετοιμαζόμουν να φύγω εγώ για να τον κάνω ίσως να αισθανθεί πόσο «μικρός» είναι. Πόσο με κάνει και ντρέπομαι για λογαριασμό του. Σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου και πάλι. Άραγε που πήγαν οι ηθικοί κανόνες του κυνηγιού. Τι να φταίει μάλλον γι' αυτήν την κατάντεια ορισμένων; Μήπως η ανύπαρκτη ενημέρωση και εκπαίδευση στον υποψήφιο για έκδοση άδειας θήρας; Λέω μήπως; Τις δυσάρεστες σκέψεις τις σταματάει μια βιαστική κελαΐδότσιχλα. Γρήγορη, μπηχτή τουφεκιά σπάει την σιγή του πρωινού. Την πήρα,. Ψυχολογικό ντοπάρισμα για την συνέχεια. Καλά θα πάει η ημέρα, λέω στους άλλους χαρούμενος. Σε λίγο αρχίζουν να ακούγονται και από δίπλα τουφεκιές. Οι τσίχλες πιστές στο δρομολόγιο τους είναι εδώ και σήμερα. Τα αυτιά σου προσπαθούν να ακούσουν εκείνο το μαγικό «τσικ» και τα μάτια σου να την δουν στον ουρανό. Αγαπημένο θήραμα και όχι τόσο εύκολο όσο αρκετοί νομίζουν. Φαντάζει τόσο μικρή αλλά είναι τόσο δυνατή και έξυπνη. Ειδικά εάν είναι κυνηγημένη πολύ με το που σηκώνεις το όπλο αμέσως την βλέπεις και στρίβει με γρήγορο ρυθμό.
Οι τσίχλες συνεχίζουν να περνάνε και όλα τα καρτέρια «δουλέυουν» καλά. Όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Ξάφνου ένα κοπαδάκι από γερακότσιχλες κάνει την εμφάνιση του. Προσεκτικές τουφεκιές και δύο τσαρτσάρες είναι στα χέρια μου. Μεγαλοπρεπείς τσίχλες. Κάθεσαι λίγο και τις χαζεύεις. Η σύγκριση με τις κοινές τσίχλες είναι αναπόφευκτη. Καλές όμως είναι όλες. Βλέπεις είναι το αγαπημένο μου θήραμα. Οι βολές συνεχίζονται με επιτυχία και αρκετές τσίχλες έρχονται στα χέρια της παρέας. Η ώρα περνάει. Οι τουφεκιές μειώνονται. Τα πουλιά έκατσαν. Άλλωστε δεν είναι και χαζές. Δεν πετάνε για οποιοδήποτε λόγο. Κατάλαβαν ότι κάτι τρέχει σήμερα.
Εδώ αρχίζει το κυνήγι που μου αρέσει περισσότερο. Το περπατητό κυνήγι τσίχλας. Γρήγορες και δύσκολες τουφεκιές, ψάξιμο σε βατιώνες και ρεματιές που θα ζήλευε και ένα καθαρόαιμο με άξιους προγόνους, απόρτ δεδομένο και έμφυτο που θα προκαλούσε ακόμα και το πιο εκπαιδευμένο σπάνιελ. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του κυνηγού στο περπατητό κυνήγι τσίχλας.
Η συνεργασία μεταξύ του πατέρα μου και εμένα άψογη. Ο ένας στέλνει τα πουλιά ακριβώς εκεί που θέλει άλλος με περίσσεια τέχνη. Βλέπεις υπήρξε δάσκαλος στον τρόπο αλλά και στην ηθική του κυνηγιού. Αυτός είναι ο αληθινός κυνηγός για εμένα. Αυτός που θα χρησιμοποιήσει πρωταρχικά, στο έπακρο όλες τις δυνατότητες και τα προσόντα που του χάρισε η φύση ώστε να αποκτήσει το θήραμα.
Η μέρα τελειώνει για το κυνήγι. Μας περιμένουν και στο σπίτι. Επιστροφή της παρέας στο αυτοκίνητο και ετοιμασία για τον γυρισμό. Η κουβέντα θα αρχίσει και θα τελειώσει, όταν αποχαιρετιστούμε πια, με θέμα τι άλλο από το σημερινό κυνήγι. Τις τουφεκιές που κάναμε, την περιγραφή της στιγμής που μας πετάχτηκε η τσίχλα, πώς σκοπεύσαμε, πώς την βρήκαμε μέσα στα βάτα που έπεσε. Συζήτηση που μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα, που μας κάνει να φέρνουμε στο μυαλό μας κυνηγετικές σκηνές και ατελείωτες ώρες κυνηγιού. Η συζήτηση διακόπτεται από ένα αυτοκίνητο που μας πλησιάζει. Είναι τα παιδιά της θηροφυλακής που μας καλημερίζουν και μας ζητάνε ευγενικά τις άδειες μας. Κοιτάζω μέσα στο αυτοκίνητο και βλέπω καταραμένα μηχανήματα (ηλεκτρονικούς κράχτες) κατασχεμένα. ''Μπράβο ρε παιδιά. Μπράβο από όλους τους κυνηγούς. Βάλτε και εσείς ένα χέρι να σταματήσει αυτό το κακό''. Έπρεπε εμείς οι ίδιοι να προστατευτούμε από τους λίγους ασυνείδητους και βλέπεις ότι τελικά τα καταφέρνουμε. Μπράβο. Χαιρετάμε τα παιδιά και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ξεκινάμε για την επιστροφή ακμαιότατοι και χαρούμενοι για την μέρα που ζήσαμε. Για κάποιον που δεν έχει την «αρρώστια» θα ήταν αδιανόητο να ξυπνήσει 4.30 η ώρα, να διανύσει οδικός τουλάχιστον 250 χιλιόμετρα, να περπατήσει ώρες σε χωράφια, βουνά και ρεματιές και να στέκεται ακόμα στα πόδια του. Είδες όμως τι κάνει η «αρρώστια»; Περίεργα όντα αυτοί οι κυνηγοί.
Με την κουβέντα δεν πήραμε χαμπάρι πότε φτάσαμε πίσω στην πόλη ξανά. Αποχαιρετισμός, μοιρασιά των θηραμάτων, υπολογισμός εξόδων για βενζίνη, ευχές για άλλη μια τέτοια ημέρα και την επόμενη φορά και δρόμο για το σπίτι.
Εδώ είμαστε, έφτασα. Ξεφόρτωμα του αυτοκινήτου. Όπλα, τσάντες, άρβυλα στα χέρια και ανέβασμα τις σκάλες του σπιτιού. Σαν να με κούρασαν αυτά τα σκαλοπάτια. Περίεργο. Δεν με κούρασαν τόσο χιλιόμετρα αλλά αυτές οι σκάλες. Άνοιγμα της πόρτας. Το καλωσόρισμα από την σύζυγο με ένα φιλί (μην σας κάνει εντύπωση μόλις 3 χρόνια παντρεμένοι). Καμάρι ο κουβαλητής του σπιτιού για το φρέσκο και χωρίς διοξίνες και τα λοιπά, κρέας και βουρ για το μπάνιο. Το ζεστό νερό είναι σαν να σε αγκαλιάζει ο Ορφέας σιγά σιγά. Μα πως κουράστηκα και νύσταξα έτσι ξαφνικά; Με το όπλο στα χέρια στο χωράφι δεν με έπαιρνε ο ύπνος το πρωί. Περίεργο ενώ τώρα..
Η φωνή της συζύγου, μου ανακοινώνει πως πρέπει να πάμε στοsupermarket για ψώνια το οποίο είναι 500 μέτρα μακριά. Μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Και όμως ανέβηκα και κατέβηκα ρεματιές και πλαγιές και δεν αισθάνθηκα τίποτα, αυτά τα 500 μέτρα όμως έστω και με το αυτοκίνητο, μου φαίνονται Γολγοθάς.
''Δεν μπορούμε να πάμε άλλη μέρα;'', η ερώτηση «παγίδα» από μέρους μου. ''Κώστα...'' η απάντηση. Τα είπε όλα μου φαίνεται. Δεν γλυτώνω. ''Και το βράδυ μας έχει καλέσει η θεία για φαγητό'' συμπληρώνει. Αυτό με τελείωσε. Τι να πω τώρα; Αφού ότι και να πω θα έχω άδικο. ''Ναι αλλά να μην αργήσουμε γιατί το πρωί θα σηκωθώ για το γραφείο'' λέω εγώ διπλωματικά. ''Σήμερα σηκώθηκες όμως 4.30 η ώρα και πέταγες από την χαρά σου'' απαντάει. Άντε να απαντήσεις τώρα.
Τελικά τι σου είναι αυτή η «αρρώστια». Άλλες αρρώστιες σε ρίχνουν στο κρεβάτι και σε ταλαιπωρούν, αλλά αυτή σε κάνει και πετάς. Ανεβαίνεις βουνά χωρίς να κουράζεσαι, ξυπνάς χαράματα και δεν νυστάζεις. Τελικά εύχομαι να μην βρεθεί ποτέ γιατρειά γι' αυτή την «αρρώστια». Ας μείνω «άρρωστος» για πάντα.